-
1 активизировать
ενεργοποιώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > активизировать
См. также в других словарях:
ενεργοποιούμαι — ενεργοποιούμαι, ενεργοποιήθηκα, ενεργοποιημένος βλ. πίν. 74 , βλ. πίν. 75 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εκθάλλω — ἐκθάλλω (Α) 1. (για φυτά) βγάζω λουλούδια 2. γίνομαι δραστήριος, ενεργοποιούμαι … Dictionary of Greek